- ανθοδέσμη
- ημπουκέτο: Τους πρόσφεραν μια ωραία ανθοδέσμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανθοδέσμη — Η ταξινόμηση των λουλουδιών με κατάλληλο συνδυασμό χρωμάτων και σχήματος, έτσι ώστε να αποτελούν αρμονικό σύνολο, ευχάριστο από αισθητική άποψη. Μία από τις προϋποθέσεις για την επιτυχημένη κατασκευή α. είναι ο τονισμός του φυσικού κάλλους του… … Dictionary of Greek
Zeitungen u. Zeitschriften — Zeitungen u. Zeitschriften, literarische Erzeugnisse, welche an bestimmten Orten u. zu bestimmten Zeiten erscheinend, Nachrichten über Gegenstände bringen od. Fragen erörtern, welche gerade nur für die Zeit Interesse haben. Während das Wort… … Pierer's Universal-Lexikon
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek
μπουκέτο — Εβδομαδιαίο περιοδικό που κυκλοφορούσε τη περίοδο του Μεσοπολέμου. Εκδότης και ιδρυτής του ήταν ο Κωνσταντίνος Θεοδωρόπουλος. Το περιοδικό αυτό ήταν το πρώτο με το σχήμα και τη μορφή των σημερινών περιοδικών ποικίλης ύλης. Γραφόταν στη δημοτική… … Dictionary of Greek
μπουκετάρω — [μπουκέτο] δένω άνθη σε μπουκέτο, σχηματίζω ανθοδέσμη … Dictionary of Greek
μπουτονιέρα — και μπουτουνιέρα, η 1. κουμπότρυπα 2. μικρή διακοσμητική ανθοδέσμη για το πέτο ή για τον γιακά σακακιού ή για το ντεκολτέ γυναικείου φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bottoniera < γαλλ. boutonniere < γαλλ. bouton «κουμπί»] … Dictionary of Greek
νυφικός — και νυμφικός, ή, ό (ΑΜ νυμφικός, ή, όν, Μ και νυφικός, ή, όν) [νύφη] ο σχετικός με τη νύφη (α. «νυφική ανθοδέσμη» β. «δώμα νυμφικόν», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νυφικό λευκό, συνήθως, και μακρύ φόρεμα τής νύφης κατά την τελετή τού γάμου… … Dictionary of Greek
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
Βερόκιο, Αντρέα ντελ- — (Andrea del Verrocchio, Φλωρεντία 1435 – Βενετία 1488). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού γλύπτη και ζωγράφου Αντρέα ντε Μικέλε ντι Φρανσέσκο ντι Κιόνι (Andrea de Michele di Francesco di Cioni), από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Αναγέννησης.… … Dictionary of Greek